- κωλυμάτων
- κωλυμάτιον, τὸ (Α) [κώλυμα]1. μικρό εμπόδιο2. (στρατ. όρος) η χελώνη που σχημάτιζαν με τις ασπίδες τους οι πολιορκητές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλυμάτων — κωλῡμάτων , κώλυμα hindrance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek